Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καμινώδης
καμίσιον
κάμμα
κάμμαρος
κάμμαρψις
καμματίδες
κάμμει
καμμονίη
κάμμορον
κάμμορος
κάμμυσις
καμμύω
κάμνω
κάμορος
καμπαγών
καμπαλέος
καμπανίζω
κάμπανος
καμπεσίγουνος
καμπεσίγυιος
καμπή1
View word page
κάμμυσις
κάμμυσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
=
κατάμυσις
,
Corp.Herm.
1.30
; cf. sq.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κάμμυσις
Headword (normalized):
κάμμυσις
Headword (normalized/stripped):
καμμυσις
IDX:
52989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52990
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάμμυσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατάμυσις</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Corp.Herm.</span> 1.30 </span>; cf. sq.</div> </div><br><br>'}