Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καμινεία
καμινεύς
καμινευτήρ
καμινευτής
καμινευτικός
καμινεύω
καμίνη
καμίνιον
καμίνιος
καμινίτης
καμινίων
καμινογραφία
καμίνοθεν
καμινοκαύστης
κάμινος
καμινώ
καμινώδης
καμίσιον
κάμμα
κάμμαρος
κάμμαρψις
View word page
καμινίων
κᾰμῑν-ίων
,
ωνος
,
ὁ
,
A).
furnace-attendant,
IG
5(2).50.82
(ii A.D.).
ShortDef
furnace-attendant
Debugging
Headword:
καμινίων
Headword (normalized):
καμινίων
Headword (normalized/stripped):
καμινιων
IDX:
52973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52974
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰμῑν-ίων</span>, <span class="itype greek">ωνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">furnace-attendant,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 5(2).50.82 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}