Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάμιλος
καμιναία
καμιναῖος
καμινεία
καμινεύς
καμινευτήρ
καμινευτής
καμινευτικός
καμινεύω
καμίνη
καμίνιον
καμίνιος
καμινίτης
καμινίων
καμινογραφία
καμίνοθεν
καμινοκαύστης
κάμινος
καμινώ
καμινώδης
καμίσιον
View word page
καμίνιον
κᾰμῑ/ν-ιον, τό, Dim. of κάμινος, Gp. 2.3.9 , Olymp.Alch. p.76 B.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καμίνιον
Headword (normalized):
καμίνιον
Headword (normalized/stripped):
καμινιον
IDX:
52970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52971
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰμῑ/ν-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">κάμινος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 2.3.9 </span>, Olymp.Alch.<span class="bibl"> p.76 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> </span> </div><br><br>'}