Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καμηλοτρόφος
καμηλώδης
καμηλών
κάμιλος
καμιναία
καμιναῖος
καμινεία
καμινεύς
καμινευτήρ
καμινευτής
καμινευτικός
καμινεύω
καμίνη
καμίνιον
καμίνιος
καμινίτης
καμινίων
καμινογραφία
καμίνοθεν
καμινοκαύστης
κάμινος
View word page
καμινευτικός
κᾰμῑν-ευτικός
,
ή
,
όν
,
A).
of
or
for a furnace
,
Suid.
s.v.
κοδομήϊον
.
ShortDef
of or for a furnace
Debugging
Headword:
καμινευτικός
Headword (normalized):
καμινευτικός
Headword (normalized/stripped):
καμινευτικος
IDX:
52967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52968
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰμῑν-ευτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">for a furnace</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">κοδομήϊον</span> .</div> </div><br><br>'}