κάμιλος
κάμῑλος, ὁ,
A). rope, Sch. V. 1030 , (Perh. coined as an emendation of the phrase εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ εἰσελθεῖν Ev.Matt. 19.24 : but cf. jummal 'ship's cable'.)