Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καμηλίζω
καμηλικός
καμήλιον
καμηλίτης
καμηλοβοσκός
καμηλοκόμος
καμηλοπάρδαλις
καμηλοπόδιον
κάμηλος
καμηλοτροφέω
καμηλοτρόφος
καμηλώδης
καμηλών
κάμιλος
καμιναία
καμιναῖος
καμινεία
καμινεύς
καμινευτήρ
καμινευτής
καμινευτικός
View word page
καμηλοτρόφος
κᾰμηλο-τρόφος, ,
A). camel-keeper, BGU 607.12 (ii A.D.), etc.


ShortDef

camel-keeper

Debugging

Headword:
καμηλοτρόφος
Headword (normalized):
καμηλοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
καμηλοτροφος
IDX:
52957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52958
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰμηλο-τρόφος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">camel-keeper</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 607.12 </span> (ii A.D.), etc.</div> </div><br><br>'}