Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
καμήλιον
καμηλίτης
καμηλοβοσκός
καμηλοκόμος
καμηλοπάρδαλις
καμηλοπόδιον
κάμηλος
καμηλοτροφέω
καμηλοτρόφος
καμηλώδης
καμηλών
κάμιλος
καμιναία
καμιναῖος
καμινεία
καμινεύς
καμινευτήρ
καμινευτής
View word page
καμηλοτροφέω
κᾰμηλο-τροφέω,
A). feed, keep camels, D.S. 3.45 .


ShortDef

feed, keep camels

Debugging

Headword:
καμηλοτροφέω
Headword (normalized):
καμηλοτροφέω
Headword (normalized/stripped):
καμηλοτροφεω
IDX:
52956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52957
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰμηλο-τροφέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">feed, keep camels</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:3:45" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:3.45/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 3.45 </a>.</div> </div><br><br>'}