Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
καμήλιον
καμηλίτης
καμηλοβοσκός
καμηλοκόμος
καμηλοπάρδαλις
καμηλοπόδιον
κάμηλος
καμηλοτροφέω
καμηλοτρόφος
καμηλώδης
καμηλών
κάμιλος
καμιναία
καμιναῖος
καμινεία
καμινεύς
View word page
καμηλοπόδιον
κᾰμηλο-πόδιον
,
τό
,
A).
=
πράσιον
, Ps.-
Dsc.
3.105
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καμηλοπόδιον
Headword (normalized):
καμηλοπόδιον
Headword (normalized/stripped):
καμηλοποδιον
IDX:
52954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52955
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰμηλο-πόδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πράσιον</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.105 </span>.</div> </div><br><br>'}