Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καμηλασία
καμηλάσιον
καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
καμήλιον
καμηλίτης
καμηλοβοσκός
καμηλοκόμος
καμηλοπάρδαλις
καμηλοπόδιον
κάμηλος
καμηλοτροφέω
καμηλοτρόφος
καμηλώδης
καμηλών
κάμιλος
καμιναία
καμιναῖος
View word page
καμηλοκόμος
κᾰμηλο-κόμος, ον,
A). keeping camels, Eust.ad D.P. 954 .


ShortDef

keeping camels

Debugging

Headword:
καμηλοκόμος
Headword (normalized):
καμηλοκόμος
Headword (normalized/stripped):
καμηλοκομος
IDX:
52952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52953
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰμηλο-κόμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">keeping camels</span>, Eust.ad <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0084.tlg001:954" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0084.tlg001:954/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.P.</span> 954 </a>.</div> </div><br><br>'}