Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καμηλάριος
καμηλασία
καμηλάσιον
καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
καμήλιον
καμηλίτης
καμηλοβοσκός
καμηλοκόμος
καμηλοπάρδαλις
καμηλοπόδιον
κάμηλος
καμηλοτροφέω
καμηλοτρόφος
καμηλώδης
καμηλών
κάμιλος
καμιναία
View word page
καμηλοβοσκός
κᾰμηλο-βοσκός, ,
A). camel-herd, Str. 16.4.2 .


ShortDef

camel-herd

Debugging

Headword:
καμηλοβοσκός
Headword (normalized):
καμηλοβοσκός
Headword (normalized/stripped):
καμηλοβοσκος
IDX:
52951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52952
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰμηλο-βοσκός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">camel-herd</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:16:4:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:16:4:2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Str.</span> 16.4.2 </a>.</div> </div><br><br>'}