Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμίλτωτος
ἀμιμητόβιοι
ἀμίμητος
ἀμιναῖος
ἀμῖξαι
ἀμιξία
ἄμιξος
ἅμιππος
ἀμίς
ἀμίσαλλος
ἀμίσαρος
ἀμισγής
ἀμισής
ἀμισθί
ἀμισθία
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
ἀμιστύλλευτος
ἀμίστυλλος
ἄμισχος
ἄμιτρα
View word page
ἀμίσαρος
ἀμίσαρος· ἀκόρεστος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμίσαρος
Headword (normalized):
ἀμίσαρος
Headword (normalized/stripped):
αμισαρος
IDX:
5294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5295
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμίσαρος·</span> <span class="foreign greek">ἀκόρεστος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}