Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καματηρός
κάματος
καματώδδης
καμβατηθείς
καμβολίαι
κάμε
κάμηλα
καμηλάριος
καμηλασία
καμηλάσιον
καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
καμήλιον
καμηλίτης
καμηλοβοσκός
καμηλοκόμος
καμηλοπάρδαλις
καμηλοπόδιον
View word page
καμηλάτης
κᾰμηλ-άτης
(for
Καμηλελάτης
),
ου
,
ὁ
,
A).
camel-driver,
PBasel
2.2
(ii A.D.),
BGU
14 vi 12
(iii A.D.).
ShortDef
camel-driver
Debugging
Headword:
καμηλάτης
Headword (normalized):
καμηλάτης
Headword (normalized/stripped):
καμηλατης
IDX:
52944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52945
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰμηλ-άτης</span> (for <span class="foreign greek">Καμηλελάτης</span>), <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">camel-driver,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PBasel</span> 2.2 </span> (ii A.D.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 14 vi 12 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}