Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδδης
καμβατηθείς
καμβολίαι
κάμε
κάμηλα
καμηλάριος
καμηλασία
καμηλάσιον
καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
καμήλιον
καμηλίτης
καμηλοβοσκός
καμηλοκόμος
καμηλοπάρδαλις
View word page
καμηλάσιον
κᾰμηλ-άσιον, τό,
A). wages of camel-driver, PLond. 5.1904.7 (v/vi A.D.).


ShortDef

wages of camel-driver

Debugging

Headword:
καμηλάσιον
Headword (normalized):
καμηλάσιον
Headword (normalized/stripped):
καμηλασιον
IDX:
52943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52944
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰμηλ-άσιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wages of camel-driver,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 5.1904.7 </span> (v/vi A.D.).</div> </div><br><br>'}