Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καματεύω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδδης
καμβατηθείς
καμβολίαι
κάμε
κάμηλα
καμηλάριος
καμηλασία
καμηλάσιον
καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
καμήλιον
καμηλίτης
καμηλοβοσκός
καμηλοκόμος
View word page
καμηλασία
κᾰμηλ-ᾰσία (for Καμηλελασία), ,
A). camel-driving, Dig. 50.4.1.2 .


ShortDef

camel-driving

Debugging

Headword:
καμηλασία
Headword (normalized):
καμηλασία
Headword (normalized/stripped):
καμηλασια
IDX:
52942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52943
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰμηλ-ᾰσία</span> (for <span class="foreign greek">Καμηλελασία</span>), <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">camel-driving,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dig.</span> 50.4.1.2 </span>.</div> </div><br><br>'}