Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καματάω
καματεύω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδδης
καμβατηθείς
καμβολίαι
κάμε
κάμηλα
καμηλάριος
καμηλασία
καμηλάσιον
καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
καμήλιον
καμηλίτης
καμηλοβοσκός
View word page
καμηλάριος
κᾰμηλ-άριος, ,
A). camel-driver, PLond. 5.1796.15 (vi A.D.).


ShortDef

camel-driver

Debugging

Headword:
καμηλάριος
Headword (normalized):
καμηλάριος
Headword (normalized/stripped):
καμηλαριος
IDX:
52941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52942
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰμηλ-άριος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">camel-driver,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 5.1796.15 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}