Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καμαστίς
καματάω
καματεύω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδδης
καμβατηθείς
καμβολίαι
κάμε
κάμηλα
καμηλάριος
καμηλασία
καμηλάσιον
καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
καμήλιον
καμηλίτης
View word page
κάμηλα
κάμηλα [κᾰ], , = Lat.
A). camella, Edict.Diocl. 15.51 .


ShortDef

camella

Debugging

Headword:
κάμηλα
Headword (normalized):
κάμηλα
Headword (normalized/stripped):
καμηλα
IDX:
52940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52941
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάμηλα</span> <span class="pron greek">[κᾰ]</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">camella,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Edict.Diocl.</span> 15.51 </span>.</div> </div><br><br>'}