Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καμάσσω
καμαστίς
καματάω
καματεύω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδδης
καμβατηθείς
καμβολίαι
κάμε
κάμηλα
καμηλάριος
καμηλασία
καμηλάσιον
καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
καμήλιον
View word page
κάμε
κάμε, Ep. aor. 2 of κάμνω; but,
2). κἀμέ, crasis for καὶ ἐμέ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάμε
Headword (normalized):
κάμε
Headword (normalized/stripped):
καμε
IDX:
52939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52940
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάμε</span>, Ep. aor. 2 of <span class="foreign greek">κάμνω</span>; but, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-3"> <span><strong>2).</strong></span> <span class="orth greek">κἀμέ</span>, crasis for <span class="foreign greek">καὶ ἐμέ</span>.</div> </div><br><br>'}