Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καμασός
καμάσσω
καμαστίς
καματάω
καματεύω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδδης
καμβατηθείς
καμβολίαι
κάμε
κάμηλα
καμηλάριος
καμηλασία
καμηλάσιον
καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
καμηλικός
View word page
καμβολίαι
καμβολίαι· κακολογίαι, λοιδορίαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καμβολίαι
Headword (normalized):
καμβολίαι
Headword (normalized/stripped):
καμβολιαι
IDX:
52938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52939
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καμβολίαι·</span> <span class="foreign greek">κακολογίαι, λοιδορίαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}