Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καμάσιον
καμασός
καμάσσω
καμαστίς
καματάω
καματεύω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδδης
καμβατηθείς
καμβολίαι
κάμε
κάμηλα
καμηλάριος
καμηλασία
καμηλάσιον
καμηλάτης
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμηλίζω
View word page
καμβατηθείς
καμβατηθείς· καταπονηθείς, Hsch. κάμβει· παύεται, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καμβατηθείς
Headword (normalized):
καμβατηθείς
Headword (normalized/stripped):
καμβατηθεις
IDX:
52937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52938
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καμβατηθείς·</span> <span class="foreign greek">καταπονηθείς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">κάμβει·</span> <span class="foreign greek">παύεται</span>, Id.</div><br><br>'}