Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καμαρόω
καμάρωμα
καμάρωσις
καμαρωτικός
καμαρωτός
καμασῆνες
καμάσιον
καμασός
καμάσσω
καμαστίς
καματάω
καματεύω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδδης
καμβατηθείς
καμβολίαι
κάμε
κάμηλα
καμηλάριος
View word page
καματάω
κᾰμᾰτ-άω (κάματος),
A). = κοπιάω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καματάω
Headword (normalized):
καματάω
Headword (normalized/stripped):
καματαω
IDX:
52931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52932
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰμᾰτ-άω</span> (<span class="etym greek">κάματος</span>), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κοπιάω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}