Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κάμαρος
καμαρόω
καμάρωμα
καμάρωσις
καμαρωτικός
καμαρωτός
καμασῆνες
καμάσιον
καμασός
καμάσσω
καμαστίς
καματάω
καματεύω
καματηδόν
καματηρός
κάματος
καματώδδης
καμβατηθείς
καμβολίαι
κάμε
κάμηλα
View word page
καμαστίς
καμαστίς·
μέτρον τι
, Amerias ap.
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καμαστίς
Headword (normalized):
καμαστίς
Headword (normalized/stripped):
καμαστις
IDX:
52930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52931
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καμαστίς·</span> <span class="foreign greek">μέτρον τι</span>, Amerias ap.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}