Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καμαρικός
καμαρικά
καμαρινῶς
καμάριον
καμαρίς
καμαροειδής
κάμαρος
καμαρόω
καμάρωμα
καμάρωσις
καμαρωτικός
καμαρωτός
καμασῆνες
καμάσιον
καμασός
καμάσσω
καμαστίς
καματάω
καματεύω
καματηδόν
καματηρός
View word page
καμαρωτικός
κᾰμαρ-ωτικός
,
ή
,
όν
,
A).
used in vaulting
,
πήχεις
POxy.
921
(iii A.D.);
ὠλέναι
BGU
1545.5
(iii B. C.).
ShortDef
used in vaulting
Debugging
Headword:
καμαρωτικός
Headword (normalized):
καμαρωτικός
Headword (normalized/stripped):
καμαρωτικος
IDX:
52924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52925
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰμαρ-ωτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">used in vaulting</span>, <span class="quote greek">πήχεις</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 921 </span> (iii A.D.); <span class="quote greek">ὠλέναι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1545.5 </span> (iii B. C.).</div> </div><br><br>'}