Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καμάκινος
καμάκιον
καμάν
κάμαξ
καμάρα
καμαρεύω
καμαρικός
καμαρικά
καμαρινῶς
καμάριον
καμαρίς
καμαροειδής
κάμαρος
καμαρόω
καμάρωμα
καμάρωσις
καμαρωτικός
καμαρωτός
καμασῆνες
καμάσιον
καμασός
View word page
καμαρίς
κᾰμαρ-ίς
,
ἡ
, woman's ornament,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καμαρίς
Headword (normalized):
καμαρίς
Headword (normalized/stripped):
καμαρις
IDX:
52918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52919
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰμαρ-ίς</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, woman\'s ornament, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}