Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάμ
καμακίας
καμάκινος
καμάκιον
καμάν
κάμαξ
καμάρα
καμαρεύω
καμαρικός
καμαρικά
καμαρινῶς
καμάριον
καμαρίς
καμαροειδής
κάμαρος
καμαρόω
καμάρωμα
καμάρωσις
καμαρωτικός
καμαρωτός
καμασῆνες
View word page
καμαρινῶς
κᾰμαρ-ινῶς λέγει· παροιμιακῶς λέγει, ἀποτόμως, ἀνδρείως, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καμαρινῶς
Headword (normalized):
καμαρινῶς
Headword (normalized/stripped):
καμαρινως
IDX:
52916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52917
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰμαρ-ινῶς</span> <span class="foreign greek">λέγει· παροιμιακῶς λέγει, ἀποτόμως, ἀνδρείως</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}