Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάλως
καλωστρόφος
κάμ
καμακίας
καμάκινος
καμάκιον
καμάν
κάμαξ
καμάρα
καμαρεύω
καμαρικός
καμαρικά
καμαρινῶς
καμάριον
καμαρίς
καμαροειδής
κάμαρος
καμαρόω
καμάρωμα
καμάρωσις
καμαρωτικός
View word page
καμαρικός
κᾰμαρ-ικός, , όν,
A). = καμαρωτός , Ath.Mech. 36.5 :


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καμαρικός
Headword (normalized):
καμαρικός
Headword (normalized/stripped):
καμαρικος
IDX:
52914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52915
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰμαρ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καμαρωτός</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1204.tlg001:36:5" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1204.tlg001:36.5/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ath.Mech.</span> 36.5 </a>:</div> </div><br><br>'}