Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καλῶς
κάλως
καλωστρόφος
κάμ
καμακίας
καμάκινος
καμάκιον
καμάν
κάμαξ
καμάρα
καμαρεύω
καμαρικός
καμαρικά
καμαρινῶς
καμάριον
καμαρίς
καμαροειδής
κάμαρος
καμαρόω
καμάρωμα
καμάρωσις
View word page
καμαρεύω
κᾰμαρ-εύω·
σωρεύω, φιλοπονῶ, πορίζω, κακοπαθῶ, συνάγω
, and
καμαρεύουσα·
φιλοπονοῦσα, πορίζουσα
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καμαρεύω
Headword (normalized):
καμαρεύω
Headword (normalized/stripped):
καμαρευω
IDX:
52913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52914
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰμαρ-εύω·</span> <span class="foreign greek">σωρεύω, φιλοπονῶ, πορίζω, κακοπαθῶ, συνάγω</span>, and <span class="orth greek">καμαρεύουσα·</span> <span class="foreign greek">φιλοπονοῦσα, πορίζουσα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}