Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλωνυμέομαι
καλώνυμος
καλωπός
καλῶς
κάλως
καλωστρόφος
κάμ
καμακίας
καμάκινος
καμάκιον
καμάν
κάμαξ
καμάρα
καμαρεύω
καμαρικός
καμαρικά
καμαρινῶς
καμάριον
καμαρίς
καμαροειδής
κάμαρος
View word page
καμάν
καμάν· τὸν ἀγρόν (Cret.), Hsch. (i.e. Χαυμάν, cf. Χαμαί).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καμάν
Headword (normalized):
καμάν
Headword (normalized/stripped):
καμαν
IDX:
52910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52911
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καμάν·</span> <span class="foreign greek">τὸν ἀγρόν</span> (Cret.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (i.e. <span class="foreign greek">Χαυμάν</span>, cf. <span class="foreign greek">Χαμαί</span>).</div><br><br>'}