Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάλυψις
Καλυψώ
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
κάλχιον
καλῴδιον
καλωνυμέομαι
καλώνυμος
καλωπός
καλῶς
κάλως
καλωστρόφος
κάμ
καμακίας
καμάκινος
καμάκιον
καμάν
κάμαξ
καμάρα
καμαρεύω
View word page
καλῶς
καλῶς, Adv. from καλός (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλῶς
Headword (normalized):
καλῶς
Headword (normalized/stripped):
καλως
IDX:
52903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52904
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλῶς</span>, Adv. from <span class="foreign greek">καλός</span> (q.v.).</div><br><br>'}