Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλυκώδης
καλυκῶπις
κάλυμμα
καλυμμάτιον
κάλυξ
κάλυξις
καλύπτειρα
καλυπτήρ
καλυπτηρίζω
καλυπτηριάζω
καλυπτήριον
καλύπτης
καλυπτός
κάλυπτρα
καλύπτω
καλυφή
καλύφιον
κάλυψ
κάλυψις
Καλυψώ
καλχαίνω
View word page
καλυπτήριον
κᾰλυπτ-ήριον, τό,
A). covering, ib.


ShortDef

covering

Debugging

Headword:
καλυπτήριον
Headword (normalized):
καλυπτήριον
Headword (normalized/stripped):
καλυπτηριον
IDX:
52885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52886
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλυπτ-ήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">covering</span>, ib.</div> </div><br><br>'}