Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλυκοστέφανος
καλυκώδης
καλυκῶπις
κάλυμμα
καλυμμάτιον
κάλυξ
κάλυξις
καλύπτειρα
καλυπτήρ
καλυπτηρίζω
καλυπτηριάζω
καλυπτήριον
καλύπτης
καλυπτός
κάλυπτρα
καλύπτω
καλυφή
καλύφιον
κάλυψ
κάλυψις
Καλυψώ
View word page
καλυπτηριάζω
κᾰλυπτ-ηριάζω, Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλυπτηριάζω
Headword (normalized):
καλυπτηριάζω
Headword (normalized/stripped):
καλυπτηριαζω
IDX:
52884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52885
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλυπτ-ηριάζω</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}