Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλυβεύς
καλύβη
καλύβιον
καλυβίτης
καλυβοποιέομαι
καλυβοποιΐα
καλυβός
κάλυγες
καλύδριον
καλυκάνθεμον
καλύκειος
καλύκη
καλυκίζειν
καλύκιον
καλυκοστέφανος
καλυκώδης
καλυκῶπις
κάλυμμα
καλυμμάτιον
κάλυξ
κάλυξις
View word page
καλύκειος
κᾰλῠ/κ-ειος λίθος,, stone found in the head of the fish σάλπης, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλύκειος
Headword (normalized):
καλύκειος
Headword (normalized/stripped):
καλυκειος
IDX:
52870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52871
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλῠ/κ-ειος</span> <span class="foreign greek">λίθος,</span>, stone found in the head of the fish <span class="foreign greek">σάλπης</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}