Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλορρημοσύνη
κάλος
καλός
καλοσύμβουλος
καλοσύντυχος
καλοσχηματίζομαι
καλοτεχνία
καλότης
καλοτίθηνος
καλότροπος
καλότροφος
καλοτύπος
καλοΰφαντος
καλόφιλος
καλοφόρος
καλόφρων
καλόφυλλος
καλόψυχος
καλπάζω
καλπασμός
κάλπασος
View word page
καλότροφος
κᾰλό-τροφος, ον,
A). gloss on καλοτίθηνος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλότροφος
Headword (normalized):
καλότροφος
Headword (normalized/stripped):
καλοτροφος
IDX:
52844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52845
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλό-τροφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">καλοτίθηνος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}