Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἄμικτος
ἅμιλλα
ἀμίλλακαν
ἁμιλλάομαι
ἁμίλλημα
ἁμιλλητέον
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητήριος
ἁμιλλητικός
ἅμιλλος
ἀμίλλυκα
ἀμίλτωτος
ἀμιμητόβιοι
ἀμίμητος
ἀμιναῖος
ἀμῖξαι
ἀμιξία
ἄμιξος
ἅμιππος
ἀμίς
ἀμίσαλλος
View word page
ἀμίλλυκα
ἀμίλλυκα·
δρέπανον
(Elean),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμίλλυκα
Headword (normalized):
ἀμίλλυκα
Headword (normalized/stripped):
αμιλλυκα
IDX:
5283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5284
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμίλλυκα·</span> <span class="foreign greek">δρέπανον</span> (Elean), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}