Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλόπους
καλόπους
καλοπούϲ
καλοπραγέω
καλοπραγία
καλοπρόσωπος
καλορρημοσύνη
κάλος
καλός
καλοσύμβουλος
καλοσύντυχος
καλοσχηματίζομαι
καλοτεχνία
καλότης
καλοτίθηνος
καλότροπος
καλότροφος
καλοτύπος
καλοΰφαντος
καλόφιλος
καλοφόρος
View word page
καλοσύντυχος
κᾰλο-σύντῠχος, ον,
A). sociable, Zonar. s.v. εὔθειος .


ShortDef

sociable

Debugging

Headword:
καλοσύντυχος
Headword (normalized):
καλοσύντυχος
Headword (normalized/stripped):
καλοσυντυχος
IDX:
52838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52839
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλο-σύντῠχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sociable</span>, Zonar. s.v. <span class="ref greek">εὔθειος</span> .</div> </div><br><br>'}