Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλοπόδιον
καλοποιέω
καλοποιός
καλόπους
καλόπους
καλοπούϲ
καλοπραγέω
καλοπραγία
καλοπρόσωπος
καλορρημοσύνη
κάλος
καλός
καλοσύμβουλος
καλοσύντυχος
καλοσχηματίζομαι
καλοτεχνία
καλότης
καλοτίθηνος
καλότροπος
καλότροφος
καλοτύπος
View word page
κάλος
κάλος, ,
A). v. κάλως .


ShortDef

ropes, halyards

Debugging

Headword:
κάλος
Headword (normalized):
κάλος
Headword (normalized/stripped):
καλος
IDX:
52835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52836
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάλος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κάλως</span> .</div> </div><br><br>'}