Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καλοπλόκος
καλοπόδιον
καλοποιέω
καλοποιός
καλόπους
καλόπους
καλοπούϲ
καλοπραγέω
καλοπραγία
καλοπρόσωπος
καλορρημοσύνη
κάλος
καλός
καλοσύμβουλος
καλοσύντυχος
καλοσχηματίζομαι
καλοτεχνία
καλότης
καλοτίθηνος
καλότροπος
καλότροφος
View word page
καλορρημοσύνη
κᾰλο-ρρημοσύνη
,
ἡ
,
A).
=
καλλιρρημοσύνη
,
Hsch.
s.v.
εὐηγορία
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καλορρημοσύνη
Headword (normalized):
καλορρημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
καλορρημοσυνη
IDX:
52834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52835
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλο-ρρημοσύνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καλλιρρημοσύνη</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">εὐηγορία</span> .</div> </div><br><br>'}