Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κᾶλον
καλόνης
καλοπαίκτης
καλοπέδιλα
καλοπλόκος
καλοπόδιον
καλοποιέω
καλοποιός
καλόπους
καλόπους
καλοπούϲ
καλοπραγέω
καλοπραγία
καλοπρόσωπος
καλορρημοσύνη
κάλος
καλός
καλοσύμβουλος
καλοσύντυχος
καλοσχηματίζομαι
καλοτεχνία
View word page
καλοπούϲ
καλοπούς (leg. καλωπούς)· εὐοφθάλμους, Hsch.


ShortDef

[with beautiful eyes]

Debugging

Headword:
καλοπούϲ
Headword (normalized):
καλοπούς
Headword (normalized/stripped):
καλοπους
IDX:
52830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52831
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλοπούς</span> (leg. <span class="foreign greek">καλωπούς</span>)<span class="foreign greek">· εὐοφθάλμους</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}