Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλολάϊγξ
καλολογέω
κᾶλον
καλόνης
καλοπαίκτης
καλοπέδιλα
καλοπλόκος
καλοπόδιον
καλοποιέω
καλοποιός
καλόπους
καλόπους
καλοπούϲ
καλοπραγέω
καλοπραγία
καλοπρόσωπος
καλορρημοσύνη
κάλος
καλός
καλοσύμβουλος
καλοσύντυχος
View word page
καλόπους
κᾱλόπους, ,
A). v. καλάπους .


ShortDef

shoemaker's last
[with beautiful feet]

Debugging

Headword:
καλόπους
Headword (normalized):
καλόπους
Headword (normalized/stripped):
καλοπους
IDX:
52828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52829
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾱλόπους</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καλάπους</span> .</div> </div><br><br>'}