Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλοκαιρία
καλοκαιριανός
καλοκαιρινός
καλόκαιρος
καλοκάρφωτος
καλοκέραστος
καλοκοπέω
καλολάϊγξ
καλολογέω
κᾶλον
καλόνης
καλοπαίκτης
καλοπέδιλα
καλοπλόκος
καλοπόδιον
καλοποιέω
καλοποιός
καλόπους
καλόπους
καλοπούϲ
καλοπραγέω
View word page
καλόνης
καλόνης· εἴρων (Rhodian), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλόνης
Headword (normalized):
καλόνης
Headword (normalized/stripped):
καλονης
IDX:
52821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52822
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλόνης·</span> <span class="foreign greek">εἴρων</span> (Rhodian), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}