Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλοδιδάσκαλος
καλοειδής
καλοέργαστος
καλοεργέτις
καλοεργός
καλοετής
καλοήθης
καλοθέλεια
καλοθελής
κάλοθριξ
καλόϊς
καλοιώνιστος
καλοκἀγαθέω
καλοκἀγαθία
καλοκἀγαθικός
καλοκἄγαθος
καλοκαιρία
καλοκαιριανός
καλοκαιρινός
καλόκαιρος
καλοκάρφωτος
View word page
καλόϊς
καλόϊς· βασιλεύς, Hsch. (Perh. Lydian.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλόϊς
Headword (normalized):
καλόϊς
Headword (normalized/stripped):
καλοις
IDX:
52805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52806
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλόϊς·</span> <span class="foreign greek">βασιλεύς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Perh. Lydian.)</div><br><br>'}