Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καλογνώμων
καλοδιδάσκαλος
καλοειδής
καλοέργαστος
καλοεργέτις
καλοεργός
καλοετής
καλοήθης
καλοθέλεια
καλοθελής
κάλοθριξ
καλόϊς
καλοιώνιστος
καλοκἀγαθέω
καλοκἀγαθία
καλοκἀγαθικός
καλοκἄγαθος
καλοκαιρία
καλοκαιριανός
καλοκαιρινός
καλόκαιρος
View word page
κάλοθριξ
κᾰ/λο-θριξ
,
τριχος
,
ὁ
,
ἡ
,
A).
=
καλλίθριξ
,
Suid.
s.v.
εὐχαίτης ἵππος
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κάλοθριξ
Headword (normalized):
κάλοθριξ
Headword (normalized/stripped):
καλοθριξ
IDX:
52804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52805
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰ/λο-θριξ</span>, <span class="itype greek">τριχος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καλλίθριξ</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">εὐχαίτης ἵππος</span> .</div> </div><br><br>'}