Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλόγηρος
καλόγηρυς
καλογνώμων
καλοδιδάσκαλος
καλοειδής
καλοέργαστος
καλοεργέτις
καλοεργός
καλοετής
καλοήθης
καλοθέλεια
καλοθελής
κάλοθριξ
καλόϊς
καλοιώνιστος
καλοκἀγαθέω
καλοκἀγαθία
καλοκἀγαθικός
καλοκἄγαθος
καλοκαιρία
καλοκαιριανός
View word page
καλοθέλεια
κᾰλο-θέλεια, ,
A). goodwill, Gloss.


ShortDef

goodwill

Debugging

Headword:
καλοθέλεια
Headword (normalized):
καλοθέλεια
Headword (normalized/stripped):
καλοθελεια
IDX:
52802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52803
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλο-θέλεια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">goodwill,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}