Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλοβουλία
καλογένειος
καλόγηρος
καλόγηρυς
καλογνώμων
καλοδιδάσκαλος
καλοειδής
καλοέργαστος
καλοεργέτις
καλοεργός
καλοετής
καλοήθης
καλοθέλεια
καλοθελής
κάλοθριξ
καλόϊς
καλοιώνιστος
καλοκἀγαθέω
καλοκἀγαθία
καλοκἀγαθικός
καλοκἄγαθος
View word page
καλοετής
κᾰλο-ετής, unexplained Adj. in EM 435.42 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλοετής
Headword (normalized):
καλοετής
Headword (normalized/stripped):
καλοετης
IDX:
52800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52801
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλο-ετής</span>, unexplained Adj. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:435:42" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:435.42/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 435.42 </a>.</div><br><br>'}