Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλοβατέω
καλοβάτης
καλόβιος
καλοβουλία
καλογένειος
καλόγηρος
καλόγηρυς
καλογνώμων
καλοδιδάσκαλος
καλοειδής
καλοέργαστος
καλοεργέτις
καλοεργός
καλοετής
καλοήθης
καλοθέλεια
καλοθελής
κάλοθριξ
καλόϊς
καλοιώνιστος
καλοκἀγαθέω
View word page
καλοέργαστος
κᾰλο-έργαστος, ον,
A). well-wrought, gloss on εὐεργής , Zonar.


ShortDef

well-wrought

Debugging

Headword:
καλοέργαστος
Headword (normalized):
καλοέργαστος
Headword (normalized/stripped):
καλοεργαστος
IDX:
52797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52798
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλο-έργαστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">well-wrought</span>, gloss on <span class="ref greek">εὐεργής</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> </span> </div> </div><br><br>'}