Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καλλωπιστεία
καλλωπιστής
καλλωπίστρια
καλλωσόν
καλοαγόραστος
καλοβάμων
καλοβατέω
καλοβάτης
καλόβιος
καλοβουλία
καλογένειος
καλόγηρος
καλόγηρυς
καλογνώμων
καλοδιδάσκαλος
καλοειδής
καλοέργαστος
καλοεργέτις
καλοεργός
καλοετής
καλοήθης
View word page
καλογένειος
κᾰλο-γένειος
,
ον
,
A).
gloss on
ἠϋγένειος
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καλογένειος
Headword (normalized):
καλογένειος
Headword (normalized/stripped):
καλογενειος
IDX:
52791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52792
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλο-γένειος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἠϋγένειος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}