Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλλωπισμός
καλλωπιστεία
καλλωπιστής
καλλωπίστρια
καλλωσόν
καλοαγόραστος
καλοβάμων
καλοβατέω
καλοβάτης
καλόβιος
καλοβουλία
καλογένειος
καλόγηρος
καλόγηρυς
καλογνώμων
καλοδιδάσκαλος
καλοειδής
καλοέργαστος
καλοεργέτις
καλοεργός
καλοετής
View word page
καλοβουλία
κᾰλο-βουλία, ,
A). = εὐβουλία , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλοβουλία
Headword (normalized):
καλοβουλία
Headword (normalized/stripped):
καλοβουλια
IDX:
52790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52791
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλο-βουλία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">εὐβουλία</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}