Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάλλυντρον
καλλύνω
κάλλυσμα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστεία
καλλωπιστής
καλλωπίστρια
καλλωσόν
καλοαγόραστος
καλοβάμων
καλοβατέω
καλοβάτης
καλόβιος
καλοβουλία
καλογένειος
καλόγηρος
καλόγηρυς
καλογνώμων
καλοδιδάσκαλος
View word page
καλοαγόραστος
κᾰλοᾰγόραστος, ον,
A). well-bought, cheap, Zonar.


ShortDef

well-bought, cheap

Debugging

Headword:
καλοαγόραστος
Headword (normalized):
καλοαγόραστος
Headword (normalized/stripped):
καλοαγοραστος
IDX:
52785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52786
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλοᾰγόραστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">well-bought, cheap</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> </span> </div> </div><br><br>'}