Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλλυντήριος
καλλυντής
κάλλυντρον
καλλύνω
κάλλυσμα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστεία
καλλωπιστής
καλλωπίστρια
καλλωσόν
καλοαγόραστος
καλοβάμων
καλοβατέω
καλοβάτης
καλόβιος
καλοβουλία
καλογένειος
καλόγηρος
καλόγηρυς
View word page
καλλωπίστρια
καλλωπ-ίστρια, , fem. of καλλωπιστής, Muson. Fr. 3p.10H., Plu. 2.140c .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλωπίστρια
Headword (normalized):
καλλωπίστρια
Headword (normalized/stripped):
καλλωπιστρια
IDX:
52783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52784
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλωπ-ίστρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">καλλωπιστής</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Muson.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 3p.10H.</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.140c </span>.</div><br><br>'}