Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀμιδάναι
ἀμίδιον
ἀμιέρα
ἄμιθα
ἀμίθιος
ἀμιθρέω
ἀμικτίσας
ἀμικτομίαινον
ἄμικτος
ἅμιλλα
ἀμίλλακαν
ἁμιλλάομαι
ἁμίλλημα
ἁμιλλητέον
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητήριος
ἁμιλλητικός
ἅμιλλος
ἀμίλλυκα
ἀμίλτωτος
ἀμιμητόβιοι
View word page
ἀμίλλακαν
ἀμίλλακαν·
οἶνον
(Theban),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμίλλακαν
Headword (normalized):
ἀμίλλακαν
Headword (normalized/stripped):
αμιλλακαν
IDX:
5275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5276
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμίλλακαν·</span> <span class="foreign greek">οἶνον</span> (Theban), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}