Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλλιρρημοσύνη
καλλιρρήμων
καλλίρροος
καλλιστάδιος
καλλιστάφυλος
καλλιστεῖον
καλλίστερνος
καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
κάλλιστος
καλλιστρατεύω
καλλιστρούθια
καλλίσφυρος
καλλιτεκνέω
καλλιτεκνία
καλλίτεκνος
καλλιτέχνης
καλλιτεχνία
καλλίτεχνος
καλλιτόκεια
View word page
κάλλιστος
κάλλιστος, η, ον, Sup. of καλός;
A). v. καλός B.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάλλιστος
Headword (normalized):
κάλλιστος
Headword (normalized/stripped):
καλλιστος
IDX:
52732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52733
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάλλιστος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Sup. of <span class="foreign greek">καλός</span>; <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καλός</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> </span> </div> </div><br><br>'}